Συνέντευξη με τον συγγραφέα και ραδιοφωνικό παραγωγό, Κώστα Τζανιδάκη

Κοινοποίησε Παιδικά χρόνια & πρώτες επιρροές Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια; Τι ρόλο έπαιξε η οικογένειά σας στην αγάπη σας για τη μουσική και τον αθλητισμό; Τα παιδικά μου χρόνια δεν είναι αυτό που έλεγε κάποιος και τα πιο συνηθισμένα. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν σε ηλικία έξι ετών και από τότε συνάντησα τον πατέρα μου μόνο δύο φορές, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Η μητέρα μου είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας και η μόνη  βοήθεια που είχαμε ήταν αρχικά από τους παππούδες (που δυστυχώς έφυγαν γρήγορα από τη ζωή) και μετέπειτα από τον θείο μου, μέχρι να φτάσω σε μία λίγο μεγαλύτερη ηλικία. Όταν έγινα  17 χρονών δούλευα το πρωί σε ένα  εργοστάσιο πλαστικών στον Πειραιά ( όπου στο παντελόνι  μου είχα γράψει με μαρκαδόρο «ΠΑΟ GATE 13») και το απόγευμα πήγαινα σε τεχνική σχολή. Έτσι, όπως καταλαβαίνεις, έμαθα από νωρίς να αντιμετωπίζω τα προβλήματα της ζωής μόνος μου. Υπήρξαν εξαιρετικά δύσκολες στιγμές, ειδικά στο θέμα αντιμετώπισης και διαχείρισης του προβλήματος υγείας που ταλαιπωρούσε τη μητέρα μου, πάντα όμως αντλούσα δύναμη από τους ανθρώπους που βίωναν μία καθημερινότητα  πολύ χειρότερη από τη δική μου. Όταν περνούσε μία ολόκληρη ημέρα τρώγοντας μονάχα δύο τοστ, στο μυαλό μου στριφογύριζαν όλοι οι άστεγοι, όλα τα παιδιά που πέθαιναν λόγω έλλειψης φαγητού, νερού και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και το μόνο που ένιωθα ήταν οργή για την κοινωνική αδικία που υπήρχε γύρω μου. Εγώ τουλάχιστον ήμουν υγιής και είχα ένα σπίτι για να μείνω. Σε μία εποχή όπου τα παιδιά χωρισμένων γονιών ήταν «κόκκινο πανί» για τις «κανονικές» οικογένειες, σίγουρα θα μπορούσα να έχω βιώσει μία έντονη κοινωνική απομόνωση. Το παράξενο είναι ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ, παρότι σε γενικές γραμμές είμαι ολίγον «κλειστός» χαρακτήρας. Ποτέ δεν μου έλειψαν οι φίλοι. Ως αναφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, ο ρόλος της μητέρες μου ήταν καθοριστικός τόσο στην μουσική, όσο και στον αθλητισμό. Ήταν μεγάλη φαν του Έλβις και όταν ήμουν  σε ηλικία 12-13 ετών με πήγε να δω στον κινηματογράφο μία ταινία για τη ζωή του. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τότε δεν είχα ασχοληθεί ιδιαιτέρα με τη μουσική και όταν την ρώτησα «ποιός είναι αυτός που πάμε να δούμε», μου απάντησε με ύφος αφοπλιστικό  «ο καλύτερος τραγουδιστής του κόσμου».  Ήταν λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του και από εκείνο το σημείο και μετά ο «Βασιλιάς» του Rock ‘n’ Roll άλλαξε τη ζωή μου. Η μητέρα μου επίσης ως βέρα Αθηναία, δεν θα μπορούσε να υποστηρίζει άλλη ομάδα από τον Παναθηναϊκό. Το σπίτι μου βρισκόταν πολύ κοντά στη Γυμναστική Ακαδημία και κατά συνέπεια σχεδόν όλη την ημέρα παίζαμε ποδόσφαιρο ή μπάσκετ. Πως ήταν λοιπόν δυνατόν να μην αγαπήσω τον αθλητισμό. Το οξύμωρο της ιστορίας είναι, ότι οι δύο πρώτες φορές που πήγα στο γήπεδο ήταν στο στάδιο Καραϊσκάκη, σε αγώνες του Ολυμπιακού! Κι αυτό γιατί με είχε πάρει μαζί του σε ηλικία 9 ετών, ένας ξάδελφος μου «ερυθρόλευκων»  προτιμήσεων. Οι προσπάθειες του όμως να «αλλαξοπιστήσω» έπεσαν στο κενό, αφού ύστερα από τις κατάλληλες ιατρικές εξετάσεις  που μου έγιναν, διαπιστώθηκε ότι στις φλέβες μου ρέει αίμα χρώματος πράσινου! Ποιες ήταν οι πρώτες σας μουσικές επιρροές; Θυμάστε το πρώτο τραγούδι ή τον πρώτο καλλιτέχνη που σας «κέρδισε»; Μετά την ταινία που ήδη σου περιέγραψα, έπεσε στα χέρια μου μία κασέτα του Έλβις που είχε αγοράσει ο θείος μου. Και όχι όποια και όποια, αλλά μία ιστορική συλλογή που είχε κυκλοφορήσει με τίτλο «The Rockin’ days». Περιττό να σου πω ότι την πρώτη ημέρα την άκουσα πάνω από 15 φορές! Ο Έλβις έγινε ο καλύτερος μου φίλος, αυτός που δεν με πρόδωσε ποτέ και για τίποτα. Όπως άλλωστε και ‘γω. Από αυτόν ξεκίνησε η αγάπη μου για το κλασικό Rock ‘n’ Roll και Rockabilly, με αφετηρία αυτόν «γνώρισα» όλους τους μεταγενέστερους μουσικούς μου ήρωες, από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Τι σας οδήγησε στις σπουδές Ηλεκτρονικών και πώς συνδυάστηκε αυτό με την πορεία σας στο ραδιόφωνο και τη μουσική; Η ειδικότητα που πήρα ήταν σε «Ραδιοφωνία και Τηλεόραση», οι καταστάσεις όμως της ζωής δεν με άφησαν να εργαστώ όπως και όσο θα ήθελα. Πάντα όμως ένιωθα μία παράξενη έλξη προς τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, παρότι στη δεκαετία του ’80 βρισκόντουσαν  σε νηπιακό στάδιο. Έτσι πολλά χρόνια αργότερα κατάφερα να φτάσω στο επίπεδο να κατασκευάζω ιστοσελίδες, κάτι για το οποίο είμαι υπερήφανος. Η ραδιοφωνική πορεία και η rock κουλτούρα Πότε και πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με το ραδιόφωνο; Το 1994 πήγαμε με έναν φίλο μου να κάνουμε δοκιμαστικό στον Junior 90.4. Περιέργως τους αρέσαμε και έτσι ξεκίνησε η «Ροκ Δισκοθήκη», μία εκπομπή για το ελληνικό ροκ. Μετά  από σύντομο χρονικό διάστημα, άρχισαν και οι πρώτες ζωντανές συνεντεύξεις με σημαντικά ονόματα του χώρου, όπως οι Ενδελέχεια, Γιώργος Τσίγκος και οι Μαύροι Κύκλοι, Στίγμα 90, Εκτός Μάχης κά. Τότε γνώρισα και την μελλοντική μου γυναικά, ως ακροάτρια! Ήμουν τυχερός που πρόλαβα τις καλές μέρες του ραδιοφώνου, τότε που υπήρχε μία ιδιαίτερη αλληλεπίδραση μεταξύ του παραγωγού και των ακροατών. Αυτή η «μαγεία» θεωρώ ότι δύσκολα θα επιστρέψει. Η εκπομπή «Rock ’n’ Roll is here to stay» μετρά πάνω από τρεις δεκαετίες ζωής. Ποιο θεωρείτε ότι είναι το “μυστικό” της διάρκειας της; Η εκπομπή ξεκίνησε κι αυτή από τον Junior fm το 1994, τότε που για να φτάσω μέχρι το στούντιο άλλαζα δύο συγκοινωνίeς, κουβαλώντας μαζί μου δύο τσάντες με δίσκους! Κι όμως αυτές οι εποχές είναι που δεν ξεχνιούνται. Μεράκι, αγάπη, τρέλα, δεν ξέρω… πες το όπως θέλεις…  Τα τελευταία 16 χρόνια η εκπομπή μεταπήδησε στο διαδίκτυο, το οποίο σου προσφέρει πολύ μεγαλύτερη ελευθερία, αλλά δεν μπορεί να καλύψει το συναίσθημα από τις αναμνήσεις. που έτσι κι άλλιως όμως πέρασαν… Το μυστικό της διάρκειας, ίσως να μην είναι και τόσο μυστικό. Βρίσκεται από τη μία στη διαχρονικότητα της μουσικής των δεκαετιών του ’50 και του ’60 και από την άλλη στην επιμονή μου να συνεχίσω να προβάλω ένα είδος που στην Ελλάδα δεν έχει την ίδια ανταπόκριση που υπάρχει σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Ποτέ δεν σκέφτηκα να σταματήσω, ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να εγκαταλείψω  αυτό που πιστεύω. Μιλάμε για ξερό κεφάλι… Εξάλλου όπως … Συνεχίστε να διαβάζετε το Συνέντευξη με τον συγγραφέα και ραδιοφωνικό παραγωγό, Κώστα Τζανιδάκη.