Η Παναγιώτα Μπλέτα είναι μία από τις πιο πολυδιάστατες και δυναμικές προσωπικότητες της σύγχρονης ελληνικής διανόησης και λογοτεχνίας. Με καταγωγή από τη Λακωνία και παιδικά χρόνια στο Χαλάνδρι, η πορεία της από τη Νέα Υόρκη, όπου σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων, μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση και τη συγγραφική δημιουργία, αποτυπώνει ένα πλούσιο βιογραφικό γεμάτο δράση, έρευνα και ακτιβισμό. Η συγγραφέας των 21 βιβλίων και των εκατοντάδων άρθρων συνδυάζει την επιστημονική κατάρτιση με την πολιτική ευαισθησία και την καλλιτεχνική έκφραση, προσφέροντας πολύπλευρη προσέγγιση σε κρίσιμα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η Παναγιώτα μας μιλά για τις εμπνεύσεις της, τους στόχους της και το όραμά της για την Ελλάδα και τον κόσμο.

1. Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στη Λακωνία και το Χαλάνδρι; Ποιες στιγμές σας έχουν σημαδέψει;
Γεννήθηκα στη Λακωνία, και συγκεκριμένα στη Σκάλα Λακωνίας, ενώ μεγάλωσα στο Χαλάνδρι. Η Λακωνία μού χάρισε την αίσθηση του μέτρου, της εσωτερικής δύναμης, του δεσίματος με τη φύση· το Χαλάνδρι μού έδωσε το άνοιγμα στην κοινωνική ζωή, στην πολυφωνία του κόσμου. Δύο τόποι διαφορετικοί, μα αλληλοσυμπληρωματικοί. Από τη μία πλευρά, η γη, το φως του Ταϋγέτου και η απλότητα των ανθρώπων, κι από την άλλη, η αστική ζωντάνια. Αυτές οι εμπειρίες ρίζωσαν μέσα μου και με διαμόρφωσαν βαθιά. Τις μετουσίωσα σε γνώση, αγάπη και καθήκον — σε μια στάση ζωής που συνδυάζει τη γαλήνη του χωριού με την ευθύνη της πόλης· το ήθος της καταγωγής με το πέταγμα του πνεύματος.
2. Πότε και πώς ξεκίνησε η αγάπη σας για τη συγγραφή και τη διανόηση;
Η συγγραφή δεν γεννήθηκε ως επιλογή, αλλά ως εσωτερική ανάγκη. Από παιδί ένιωθα ότι ο κόσμος που μας περιβάλλει δεν εξαντλείται σε αυτά που συμβαίνουν· πως πίσω από την καθημερινότητα κρύβεται ένα αόρατο βάθος, που με προκαλούσε να το εξερευνήσω. Έτσι άρχισε μέσα μου η πορεία προς τη διανόηση — όχι ως θεωρητική περιέργεια, αλλά ως πνευματικός έρωτας. Για μένα, διανόηση είναι η άσκηση της σκέψης και η άσκηση της σκέψης είναι μορφή αγάπης· είναι ο τρόπος να αγγίζεις τον άνθρωπο χωρίς να τον κατέχεις, να τον κατανοείς χωρίς να τον περιορίζεις. Η συγγραφή, θεωρώ, είναι η γλώσσα της ενόρασης — η στιγμή που μοιράζεσαι τη σκέψη σου με τους άλλους γύρω σου.
3. Τι σας οδήγησε να σπουδάσετε στη Νέα Υόρκη και πώς επηρέασαν αυτές οι σπουδές τη μετέπειτα πορεία σας;
Η Νέα Υόρκη υπήρξε για μένα μια μεγάλη εμπειρία ζωής, μια πνευματική περιπέτεια που μου άνοιξε τους ορίζοντες διάπλατα. Ήθελα να γνωρίσω τον κόσμο πέρα από τα ελληνικά όρια, να αγγίξω τη διαφορετικότητα, να δω τον άνθρωπο μέσα από τα μάτια ενός άλλου πολιτισμού. Εκεί γνώρισα την ελεύθερη πολιτιστική έκφραση, τη δύναμη της τέχνης που ανθίζει μέσα από την πολυφωνία, τη χαρά της δημιουργίας χωρίς σύνορα. Οι σπουδές μου στη Νέα Υόρκη μού έδωσαν όχι μόνο γνώσεις, αλλά και την αίσθηση της πολυπολιτισμικής ευθύνης — ότι κάθε άνθρωπος, όπου κι αν βρίσκεται, φέρει μέσα του τον παγκόσμιο άνθρωπο. Ήταν ένα σχολείο ζωής που με ωρίμασε και με έφερε αντιμέτωπη με την ουσία του ανθρώπινου αγώνα· εκεί έμαθα πως η ελευθερία δεν είναι απλώς δικαίωμα, αλλά καλλιέργεια ψυχής. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, δεν γύρισα με έπαρση, αλλά με ευγνωμοσύνη και με μια βαθιά επιθυμία να μεταφέρω εκείνη την εμπειρία στον τόπο που με γέννησε.

4. Πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε ενεργά με την τοπική αυτοδιοίκηση και την κοινωνική δράση;
Η απόφαση μου να ασχοληθώ ενεργά με την τοπική αυτοδιοίκηση ήταν η φυσική συνέχεια της ανάγκης μου να μετατρέψω τη γνώση και τη σκέψη σε πράξη. Πάντα πίστευα ότι ο στοχασμός, αν δεν οδηγεί σε κοινωνική ευθύνη, μένει μετέωρος. Η επιστήμη, η φιλοσοφία, η παιδεία, η τέχνη, αποκτούν ουσία μόνο όταν επιστρέφουν στον άνθρωπο. Η ενασχόλησή μου με τα κοινά γεννήθηκε ουσιαστικά από την ανάγκη μου να προσφέρω, να σταθώ δίπλα στον συμπολίτη μου, να μεταδώσω τις ιδέες της αλληλεγγύης και της συμμετοχής στην πράξη. Η τοπική αυτοδιοίκηση είναι το πιο ανθρώπινο επίπεδο της πολιτικής· εκεί δεν υπάρχουν αποστάσεις, γιατί ο άνθρωπος συναντά τον άνθρωπο χωρίς μεσολάβηση. Για μένα, η κοινωνική δράση δεν είναι φιλοδοξία· είναι καθήκον και έκφραση ανθρωπιάς. Να προσπαθείς να βελτιώσεις την καθημερινότητα των συμπολιτών σου έστω και λίγο — αυτό είναι ο πολιτισμός στην πράξη. Ήθελα, λοιπόν, να αποδείξω ότι η πολιτική μπορεί ακόμη να είναι ανθρώπινη, όταν πηγάζει από το όραμα και την αγάπη, και όχι από τη φιλοδοξία.
5. Ποια ήταν η πιο σημαντική εμπειρία σας ως Αντιδήμαρχος στο Δήμο Χαλανδρίου;
Η πιο σημαντική εμπειρία μου ως Αντιδήμαρχος ήταν η δυνατότητα να προσφέρω κάτι πολύ ουσιαστικό στην πόλη και στους ανθρώπους της. Μαζί με τους συνεργάτες μου, δημιουργήσαμε το πρώτο Δημοτικό Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών στην Ελλάδα (ΚΕΠ Χαλανδρίου) — ένα εγχείρημα καινοτόμο για την εποχή του, που στόχευε να απλοποιήσει και να εξανθρωπίσει τη σχέση του πολίτη με τη δημόσια διοίκηση. Είδα τον ενθουσιασμό των ανθρώπων να εξυπηρετούνται γρήγορα και με αξιοπρέπεια, να αισθάνονται ότι η πόλη τους νοιάζεται. Μέσα από αυτή την εμπειρία συνειδητοποίησα πως ο πολιτισμός δεν είναι μόνο τέχνη ή παιδεία — είναι και τρόπος διοίκησης. Η απλότητα, η διαφάνεια και ο σεβασμός στον πολίτη είναι τα θεμέλια μιας πολιτείας που θέλει να προοδεύει με βλέμμα στραμμένο στον άνθρωπο.
6. Πώς συνδυάζετε τον ρόλο της συγγραφέα με τις επαγγελματικές και κοινωνικές σας δραστηριότητες;
Δεν τα βλέπω ως διαφορετικούς δρόμους, αλλά ως εκφάνσεις της ίδιας αποστολής: να υπηρετώ τον άνθρωπο και τη ζωή με την αλήθεια μου. Η συγγραφή είναι ο εσωτερικός μου διάλογος με τον κόσμο· η κοινωνική και επαγγελματική μου δραστηριότητα είναι η πρακτική του έκφραση. Το ένα τροφοδοτεί το άλλο: η σκέψη γεννά τη δράση, και η δράση επιστρέφει πάλι στη σκέψη πιο ώριμη, πιο ουσιαστική. Πολλές φορές γράφω για όσα ζω καθημερινά — για την αγωνία, την ελπίδα, την αδικία, τη δύναμη της προσφοράς. Η επαφή με την κοινωνία με κρατά γειωμένη, μου θυμίζει ότι η συγγραφή δεν είναι απομόνωση, αλλά διάλογος. Και, αντιστρόφως, η συγγραφή με βοηθά να κατανοώ βαθύτερα τους ανθρώπους, να τους προσεγγίζω όχι ως περσόνες, αλλά ως ψυχές. Πιστεύω ότι ο αληθινός δημιουργός δεν αποσύρεται από τη ζωή, βουτά μέσα της, ζει με πάθος και ενεργή συνείδηση, αναζητώντας κάθε μέρα να αφήσει τον κόσμο λίγο πιο φωτεινό απ’ ό,τι τον βρήκε.
7. Ποιο μήνυμα θέλετε να μεταδώσετε μέσα από τα βιβλία σας και τις διαλέξεις σας;
Το μήνυμα που προσπαθώ να μεταδώσω μέσα από τα βιβλία και τις διαλέξεις μου είναι πως ο άνθρωπος οφείλει να αφυπνιστεί, να αναλάβει την ευθύνη της ύπαρξής του και να σταθεί συνειδητά απέναντι στον εαυτό του, στον κόσμο και στο περιβάλλον. Ζούμε σε μια εποχή υπερπληροφόρησης αλλά και εσωτερικής σιωπής· έχουμε πολλά δεδομένα, μα λίγη συνείδηση. Πιστεύω πως το πρώτο βήμα για την αληθινή αλλαγή δεν είναι η πολιτική ή η οικονομική μεταρρύθμιση, αλλά η πνευματική μεταμόρφωση του ανθρώπου — γιατί η αλλαγή έρχεται πάντα από κάτω προς τα πάνω, από τη βάση της κοινωνίας, από τις συνειδήσεις που αφυπνίζονται. Μέσα από το έργο μου θέλω να υπενθυμίσω ότι η γνώση χωρίς ήθος είναι καταστροφική, πως η ελευθερία χωρίς ενσυναίσθηση οδηγεί στην αδικία και τη μοναξιά, και ότι η αληθινή δύναμη βρίσκεται στην κατανόηση, στην αλληλεγγύη, στην ενότητα, στη συλλογικότητα. Αν θέλουμε έναν καλύτερο κόσμο, πρέπει πρώτα να καλλιεργήσουμε ανθρώπους με σκέψη, ευαισθησία και αγάπη. Μόνο τότε η ανθρωπότητα θα μπορέσει να σταθεί στο ύψος της λέξης που τη νοηματοδοτεί.
8. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που έχετε αντιμετωπίσει στον χώρο της πολιτικής και της λογοτεχνίας;
Και στους δύο αυτούς χώρους — την πολιτική και τη λογοτεχνία — οι προκλήσεις είναι μεγάλες. Στην πολιτική, η δυσκολία βρίσκεται στο να διατηρήσεις την αυθεντικότητά σου μέσα σε ένα περιβάλλον που συχνά λειτουργεί με όρους συμβιβασμού, ανταγωνισμού και προσωπικού συμφέροντος. Να παραμένεις ειλικρινής, όταν γύρω σου επιβραβεύεται η σκοπιμότητα, είναι μια καθημερινή άσκηση ήθους. Το να υπερασπίζεσαι το δίκαιο και τον άνθρωπο, ακόμη κι όταν αυτό δεν είναι δημοφιλές, είναι ίσως το πιο δύσκολο — και ταυτόχρονα το πιο ουσιαστικό — καθήκον. Στη λογοτεχνία, η πρόκληση είναι παρόμοια: να παραμένεις αληθινός μέσα σε έναν κόσμο που συχνά λατρεύει το πρόσκαιρο, το εμπορικό, το εύκολο. Η εποχή μας αγαπά τη φόρμα, αλλά φοβάται το βάθος· θέλει συγκίνηση, όχι ενόραση. Γι’ αυτό, για μένα, το να επιμένω να μιλώ για ουσία, να υπερασπίζομαι την ευθύνη του λόγου μου, είναι μια πράξη αντίστασης. Και στους δύο χώρους, βέβαια, υπάρχει η ίδια αρένα: ο ανταγωνισμός. Όμως πιστεύω ότι η αληθινή επιτυχία δεν είναι να ανταγωνίζεσαι, αλλά να παραμένεις ακέραιος.

9. Πώς βλέπετε τον ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης στην προώθηση κοινωνικών αλλαγών σήμερα;
Πιστεύω ότι η τοπική αυτοδιοίκηση είναι η πιο άμεση, η πιο ανθρώπινη μορφή δημοκρατίας. Εκεί όπου οι αποφάσεις δεν παίρνονται σε απόσταση, αλλά δίπλα στον πολίτη — μέσα στον παλμό της καθημερινότητας, στα προβλήματα και στα όνειρα της κοινότητας. Ο ρόλος της δεν περιορίζεται στη διαχείριση· είναι ρόλος παιδευτικός, κοινωνικός και πολιτιστικός. Μπορεί και οφείλει να λειτουργήσει ως κύτταρο αναγέννησης της κοινωνίας, καλλιεργώντας συμμετοχή, διαφάνεια, αλληλεγγύη και συλλογική ευθύνη. Οι κοινωνικές αλλαγές δεν ξεκινούν πάντα από τα κέντρα εξουσίας· ξεκινούν από τις γειτονιές, τα σχολεία, τους δημόσιους χώρους, από τους πολίτες που μαθαίνουν να σκέφτονται και να ενεργούν μαζί. Η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να γίνει το εργαστήρι αυτής της συνείδησης, ο χώρος όπου το «εγώ» συναντά το «εμείς».
10. Τι σας εμπνέει να συνεχίσετε το έργο σας παρά τις δυσκολίες;
Με εμπνέει η ευθύνη απέναντι στη ζωή. Όταν έχεις τη δυνατότητα να μιλήσεις, να διδάξεις, να δημιουργήσεις, τότε έχεις και το καθήκον να το κάνεις — όχι για την προσωπική σου ικανοποίηση, αλλά για να συμβάλεις στη συλλογική αφύπνιση. Η δημιουργία είναι ένας τρόπος να πω ευχαριστώ στη ζωή για όσα μου έχει δώσει και να επιστρέφω κάτι από αυτό το δώρο πίσω στον κόσμο. Οι δυσκολίες υπάρχουν, αλλά τις βλέπω σαν δοκιμασίες ωρίμανσης. Κάθε εμπόδιο είναι υπενθύμιση να μην εγκαταλείπεις, να συνεχίζεις με καθαρή συνείδηση και εσωτερική σταθερότητα.
11. Υπάρχουν νέα projects ή ιδέες που ετοιμάζετε για το μέλλον;
Ναι, υπάρχουν νέα βιβλία, τόσο επιστημονικά όσο και αυτοβελτιωτικά, που θα κινηθούν στην ίδια κατεύθυνση με όλο το μέχρι τώρα έργο μου — την πορεία προς τη συνειδητότητα, την ευθύνη και την πνευματική αφύπνιση του ανθρώπου. Η δημιουργία αποτελεί συνέχεια της ίδιας εσωτερικής αποστολής: να φωτίζω τον δρόμο της γνώσης μέσα από τον στοχασμό, να ενώνω τη θεωρία με την πράξη, να υπηρετώ τον άνθρωπο μέσα από τη σκέψη και τη δράση. Η αληθινή πρόοδος συνδυάζει ανάπτυξη με σεβασμό, αποδοτικότητα με ευαισθησία, λογική με ηθική.
12. Πώς οραματίζεστε τον ρόλο της διανόησης και του συγγραφέα στην κοινωνία του αύριο;
Ο ρόλος της διανόησης δεν μπορεί να είναι παθητικός ή θεωρητικός. Σε έναν κόσμο όπου η πληροφορία υπερκαλύπτει τη γνώση και η ταχύτητα υποκαθιστά το βάθος, η διανόηση οφείλει να είναι φωνή συνείδησης, ήθους και ευθύνης. Ο διανοητής μετατρέπει τη θεωρία σε εφαρμογή και επιδιώκει η γνώση να γίνει λειτουργικό εργαλείο κοινωνικής μεταμόρφωσης. Ο συγγραφέας οφείλει να υπηρετεί τις αξίες της αλήθειας, της δικαιοσύνης και του σεβασμού στον άνθρωπο και το περιβάλλον.
13. Ποια ήταν η έμπνευση πίσω από το πρώτο σας βιβλίο «ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΒΙΑ»;
Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε από την ανάγκη μου να μιλήσω για τη βία που δεν φαίνεται, εκείνη που δεν ασκείται μόνο με πράξεις, αλλά με σιωπές, συμβιβασμούς και αδιαφορία. Το «Όλα είναι Βία» είναι ένα σκληρό θεατρικό έργο, μια εσωτερική ανατομία της κοινωνίας και του ανθρώπου, που αποτυπώνει τη σταδιακή αφομοίωση του ανθρώπου από την παρακμή του συστήματος, τη συνενοχή του στη διατήρησή της, και τη διαρκή εναλλαγή στους ρόλους θύτη και θύματος. Ήθελα να δείξω ότι η βία δεν είναι πάντα εξωτερική· συχνά είναι ψυχική, κοινωνική, πολιτισμική, και κυρίως συστημική — ένα αόρατο πλέγμα που μας περιβάλλει και μας εκπαιδεύει να δεχόμαστε όσα δεν πρέπει. Ο άνθρωπος, εγκλωβισμένος στην καθημερινή του ρουτίνα, συχνά συμμετέχει στην ίδια του την καταπίεση, γίνεται και θύμα και φορέας της βίας που προσπαθεί να αποφύγει. Το έργο γράφτηκε ως κάλεσμα αυτογνωσίας και ευθύνης. Δεν αποδίδει κατηγορίες, αλλά φωτίζει τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους η βία παράγεται, νομιμοποιείται και διαιωνίζεται.. Μέσα από τη θεατρική γλώσσα, επιδίωξα να θέσω τον αναγνώστη απέναντι στον εαυτό του· να τον κάνω να αναρωτηθεί όχι μόνο ποιος έχει την ηθική ευθύνη στο έγκλημα, αλλά και ποιος —και πώς— συμμετέχει σε αυτό. Γιατί, τελικά, η βία δεν είναι μόνο αυτό που μας επιβάλλεται —είναι και αυτό που επιτρέπουμε και διαιωνίζουμε. Και η υπέρβασή της αρχίζει τη στιγμή που τολμάμε να την αναγνωρίσουμε μέσα μας.
14. Πώς επιλέγετε τα θέματα που θα αναπτύξετε στα βιβλία σας, ειδικά σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα;
Δεν θα έλεγα ότι επιλέγω τα θέματα· μάλλον εκείνα με επιλέγουν. Η θεματολογία των βιβλίων μου προκύπτει από τη βαθιά παρατήρηση της ζωής και την ανάγκη μου να φωτίσω όσα, ενώ συμβαίνουν μπροστά μας, συχνά μένουν αόρατα. Τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα που πραγματεύομαι δεν είναι θεωρητικές έννοιες για μένα· είναι ανθρώπινες ιστορίες, βιωμένες, συχνά σιωπηλά, που τις μεταμορφώνω σε λόγο για να αποκτήσουν φωνή. Πιστεύω πως ο συγγραφέας δεν πρέπει να είναι ουδέτερος παρατηρητής της εποχής του. Οφείλει να παίρνει θέση, όχι κομματική αλλά ηθική και υπαρξιακή· να αφουγκράζεται τον παλμό της κοινωνίας και να μετατρέπει την ανησυχία σε στοχασμό, τον στοχασμό σε λέξεις, και τις λέξεις σε πνευματική πράξη.
Όταν γράφω για την πολιτική, δεν με ενδιαφέρει η εξουσία· με ενδιαφέρει ο άνθρωπος μέσα στην εξουσία. Όταν γράφω για την κοινωνία, δεν με ενδιαφέρει η εικόνα της· με ενδιαφέρει η ψυχή της — το πώς ο άνθρωπος εγκλωβίζεται μέσα στις δομές που ο ίδιος δημιούργησε, και πώς μπορεί να ανακαλύψει ξανά τον εαυτό του μέσα από αυτές. Τα θέματα, λοιπόν, δεν τα επινοώ· τα ανακαλύπτω γύρω μου και μέσα μου. Κάθε τι που με αγγίζει, κάθε αδικία, κάθε πράξη καλοσύνης, κάθε σύγκρουση, γίνεται υλικό στοχασμού και δημιουργίας. Γράφω για να εξηγήσω τον Άνθρωπο στον άνθρωπο.
15. Ποιο βιβλίο σας θεωρείτε ότι είχε τη μεγαλύτερη απήχηση στο κοινό και γιατί;
Δεν μετρώ την απήχηση ενός βιβλίου με αριθμούς ή πωλήσεις, αλλά με τους προβληματισμούς που αφήνει μέσα στον άνθρωπο. Θεωρώ πως τα βιβλία μου που αγγίζουν βαθύτερα το κοινό είναι εκείνα που το καλούν να αναγνωρίσει τα τραύματά του, να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και να διεκδικήσει ποιότητα — \ μέσα του και γύρω του. Κάθε έργο που θέτει τον αναγνώστη ενώπιον του εαυτού του, που τον κάνει να αναστοχάζεται, να συγκινείται, να προβληματίζεται, αλληλοεπιδρά μαζί του και έτσι αποκτά μια ζωή μεγαλύτερη από εκείνη των σελίδων του. Αυτό είναι, για μένα, η αληθινή απήχηση: όταν αυτά που γράφεις γίνονται καθρέφτης της συνείδησης. Ίσως, λοιπόν, τα έργα μου που έχουν αγαπηθεί περισσότερο είναι εκείνα που τολμούν να θίξουν την ανθρώπινη ευαλωτότητα· που δεν φοβούνται να μιλήσουν για την αποτυχία, τη βία, την αλλοτρίωση, αλλά και για τη δυνατότητα της λύτρωσης. Γιατί ο αναγνώστης αναζητά —όπως κι εγώ— την αλήθεια πίσω από το προφανές, την ποίηση πίσω από τον πόνο, την ελπίδα που ο ίδιος δημιουργεί μέσα στην παρακμή. Κάθε φορά που κάποιος μου λέει ότι ένα βιβλίο μου τον βοήθησε να δει κάτι αλλιώς, να νιώσει, να σκεφτεί, να σταθεί λίγο πιο όρθιος, νιώθω ότι το έργο μου έχει εκπληρώσει τον προορισμό του. Γιατί η μεγαλύτερη επιτυχία ενός συγγραφέα είναι να γίνει, έστω για λίγο, φωνή της σιωπής ενός άλλου ανθρώπου.
16. Πώς αντιμετωπίζετε την πρόκληση να συνδυάσετε την επιστημονική γνώση με τη λογοτεχνική έκφραση στα έργα σας;
Δεν βλέπω την επιστήμη και τη λογοτεχνία ως δύο διαφορετικούς κόσμους, αλλά ως δύο διαφορετικές γλώσσες που λένε την ίδια αλήθεια. Η επιστήμη αναζητά τη γνώση μέσα από τη λογική· η λογοτεχνία την αναζητά μέσα από το βίωμα. Και οι δύο, όμως, έχουν κοινό σκοπό: να αποκαλύψουν τον άνθρωπο. Η επιστημονική μου παιδεία με δίδαξε τη σημασία της ακρίβειας, της ανάλυσης, της ευθύνης απέναντι στα δεδομένα. Η λογοτεχνία, από την άλλη, μου δίδαξε τη γλώσσα της ψυχής, τη δύναμη του συμβολισμού και την ευαισθησία της ανθρώπινης εμπειρίας. Προσπαθώ, λοιπόν, να αφήνω τη μία να συμπληρώνει την άλλη: η γνώση να προσδίδει βάθος και δομή στον λόγο, και η τέχνη να προσφέρει στη γνώση συναίσθημα, ανθρωπιά και πνοή. Για μένα, ο συγγραφέας οφείλει να είναι ταυτόχρονα νους και ψυχή. Η πρόκληση, λοιπόν, δεν είναι να τα ενώσω τεχνητά, αλλά να τα αφήσω να συνομιλήσουν μέσα μου. Να δείξω ότι ο λόγος μπορεί να είναι και ακριβής και συγκινητικός, ότι η σκέψη μπορεί να είναι και λογική και ποιητική. Πιστεύω βαθιά πως η αληθινή πρόοδος —είτε επιστημονική είτε πνευματική— δεν έρχεται από τον διαχωρισμό, αλλά από τη σύνθεση. Η επιστήμη μας μαθαίνει να κατανοούμε τον κόσμο· η λογοτεχνία, να τον αγαπούμε.
17. Ποιο μήνυμα θέλετε να περάσετε μέσα από τις ποιητικές σας συλλογές όπως το«ΑΝ ΗΣΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ» και το «FUCK YOU-ΚΑΝΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ»;
Και οι δύο ποιητικές μου συλλογές γεννήθηκαν από την ανάγκη μου να δώσω φωνή σε εκείνους που σιωπούν· σε όσους η κοινωνία παραμερίζει, σε όσους η ιστορία προσπερνά, σε όσους πονάνε
σιωπηλά. Το Αν ήσουν Πρόσφυγας είναι ένας ύμνος στη χαμένη πατρίδα του ανθρώπου — όχι μόνο τη γεωγραφική, αλλά και την υπαρξιακή. Μιλά για την απώλεια της ταυτότητας, για τον ξεριζωμό όχι μόνο από τη γη, αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό. Ήθελα να δείξω ότι ο πρόσφυγας δεν είναι ο «άλλος»· είναι ο καθένας από εμάς, κάθε φορά που ξεχνάμε ποιοι είμαστε, κάθε φορά που η ζωή μας εξαναγκάζει να μετακινηθούμε εξωτερικά ή εσωτερικά για να επιβιώσουμε. Είναι μια ποιητική συλλογή που μιλά για την ανθρώπινη ευαλωτότητα και αξιοπρέπεια.
Το FUCK YOU – Κάνε την Ανατροπή, από την άλλη, είναι μια κραυγή ελευθερίας — όπως ακριβώς και ο πίνακας του εξωφύλλου του. Είναι ένα κάλεσμα επανάστασης απέναντι στη νωθρότητα, την υποταγή και την απάθεια. Δεν είναι υβριστικό· είναι μια πνευματική πρόκληση, μια αφύπνιση. Είναι ο λόγος που λέει «όχι» στη βία της σιωπής, «όχι» στην οικειοθελή υποδούλωση του ανθρώπου σε ένα σύστημα που του αφαιρεί τη φωνή. Είναι ποίηση που δεν ψιθυρίζει — φωνάζει, όχι για να σοκάρει, αλλά για να ξυπνήσει. Και οι δύο συλλογές είναι παράδρομοι της ίδιας πορείας: από τη συνειδητοποίηση του πόνου στην απόφαση για ανατροπή. Η ποίηση, για μένα, δεν είναι καταφύγιο· είναι το πνευματικό μου μανιφέστο, είναι πράξη αντίστασης. Κάθε στίχος είναι μια μικρή εσωτερική επανάσταση, ένα σπρώξιμο στον άνθρωπο να σηκωθεί, να σταθεί στα πόδια του, να ξαναβρεί τη φωνή του, να διεκδικήσει το δικαίωμά του να ζει ελεύθερα και με αξιοπρέπεια.


18. Πώς διαχειρίζεστε την ευθύνη που έχετε ως συγγραφέας όταν θίγετε ευαίσθητα κοινωνικά και πολιτικά θέματα;
Για μένα, η συγγραφή δεν είναι δικαίωμα· είναι ευθύνη. Όταν αποφασίζεις να μιλήσεις δημόσια, να εκφράσεις τις ιδέες σου, να αγγίξεις συνειδήσεις, οφείλεις πρώτα να έχεις αναμετρηθεί με τη δική σου αλήθεια. Όταν θίγω κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα, το κάνω πάντα με σεβασμό, γνώση και επίγνωση. Δεν γράφω για να καταγγείλω, αλλά για να κατανοήσω· όχι για να διχάσω, αλλά για να ενώσω. Η πρόθεσή μου είναι να ανοίξω έναν χώρο σκέψης, έναν καθρέφτη εσωτερικής αναμέτρησης. Πιστεύω ότι ο συγγραφέας, όταν αγγίζει ευαίσθητα θέματα, πρέπει να το κάνει χωρίς φόβο, αλλά και χωρίς αλαζονεία. Οφείλει να υπηρετεί την αλήθεια, όχι να την επιβάλλει· να θέτει ερωτήματα, να κάνει προτάσεις. Η δύναμη του λόγου δεν βρίσκεται στη ρητορική, αλλά στην ηθική του πρόθεση. Πριν γράψω, αναρωτιέμαι πάντα: Αυτό που θα πω, θα βοηθήσει τον άνθρωπο να καταλάβει, ή απλώς θα τον πληγώσει; Η συγγραφή, λοιπόν, για μένα είναι μια πράξη αγάπης και ευθύνης μαζί. Να θίγεις χωρίς να τραυματίζεις, να αποκαλύπτεις χωρίς να προσβάλλεις, να αφυπνίζεις χωρίς να καταστρέφεις. Γιατί ο λόγος έχει δύναμη — και ο αληθινός συγγραφέας ξέρει ότι η δύναμη αυτή πρέπει να υπηρετεί τον Άνθρωπο και ό,τι τον περιβάλλει..
19. Υπάρχει κάποιο βιβλίο ή κείμενο που θεωρείτε προσωπικά πιο κοντά στην ψυχή σας;
Όλα τα βιβλία μου είναι παιδιά μου — και, με έναν τρόπο, εγγόνια και δισέγγονά μου. Κάθε έργο μου γεννιέται από τα προηγούμενα, κουβαλά κάτι από τη μνήμη τους και προσθέτει κάτι καινούργιο στο πνευματικό μου γενεαλογικό δέντρο. Δεν μπορώ, λοιπόν, να ξεχωρίσω κάποιο· γιατί κάθε βιβλίο είναι στιγμή της ίδιας πορείας, μια συνέχεια της εσωτερικής μου αναζήτησης.
Κάθε φορά που ολοκληρώνω ένα έργο, νιώθω πως κάτι μέσα μου ηρεμεί — και ταυτόχρονα κάτι άλλο αρχίζει να γεννιέται. Το ένα βιβλίο οδηγεί στο επόμενο, όχι ως επανάληψη, αλλά ως μετάβαση· είναι σαν να περνά η σκυτάλη από τη μια φωνή στην άλλη, από μια εποχή της ψυχής μου στην επόμενη. Ίσως να αγαπώ περισσότερο εκείνα τα έργα που με πόνεσαν — γιατί μέσα από αυτά ωρίμασα. Αλλά και τα πιο «ήσυχα» κείμενα, εκείνα που γράφτηκαν με λιγότερη ένταση, έχουν τη δική τους αξία· είναι οι ανάσες ανάμεσα στις κραυγές, οι μικρές ισορροπίες που επιτρέπουν στη σκέψη να συνεχίσει να δημιουργεί. Θα έλεγα, λοιπόν, πως κάθε βιβλίο είναι μια ψυχική αποτύπωση του εαυτού μου στη στιγμή της δημιουργίας του. Και όλα μαζί συνθέτουν το πορτρέτο της ζωής μου που γράφεται αργά, με εμπειρίες, πληγές και πίστη στον Άνθρωπο.
20. Πώς βλέπετε την ανταπόκριση των αναγνωστών σας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ειδικά με την αγγλική έκδοση του «UNFUCK THE WORLD»;
Η ανταπόκριση των αναγνωστών, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, υπήρξε για μένα βαθιά συγκινητική. Δεν τη μετρώ ποσοτικά, αλλά ποιοτικά με τον αντίκτυπο που είχε στην ψυχή των αναγνωστών· με τα μηνύματα ανθρώπων που αναγνώρισαν μέσα στα κείμενά μου δικές τους σκέψεις, αγωνίες, βιώματα. Η αγγλική έκδοση του UNFUCK THE WORLD μου έδωσε τη χαρά να δω ότι ο λόγος μου ξεπερνά τα σύνορα της γλώσσας. Τα μηνύματα του βιβλίου — η ανάγκη για αφύπνιση, για υπέρβαση της αδράνειας, για πνευματική επανάσταση — αγγίζει ανθρώπους ανεξαρτήτως χώρας, κουλτούρας ή κοινωνικού πλαισίου. Γιατί η κρίση που ζούμε δεν είναι μόνο ελληνική· είναι παγκόσμια και υπαρξιακή. Μέσα από αυτή την ανταπόκριση συνειδητοποίησα πως, όπου κι αν ζει ο άνθρωπος, κουβαλά τα ίδια ερωτήματα: ποιος είμαι, πού πηγαίνω, τι μπορώ να αλλάξω; Και αν κάτι με συγκινεί βαθιά, είναι ότι το βιβλίο έγινε γέφυρα επικοινωνίας με ανθρώπους που διψούν για αλήθεια, ελευθερία και ουσία. Πιστεύω ότι γράφεται με αυθεντικότητα και ηθική πρόθεση, βρίσκει πάντα τον δρόμο του — ακόμη κι αν χρειαστεί να ταξιδέψει χιλιάδες χιλιόμετρα. Το UNFUCK THE WORLD απέδειξε ότι τα συναισθήματα που γεννιούνται στην ελληνική ψυχή μπορούν να συνομιλούν παγκόσμια· γιατί ο αγώνας για αξιοπρέπεια, ενσυναίσθηση και
συλλογικότητα είναι κοινός για όλους μας.

21. Ποιες είναι οι αντιδράσεις που λαμβάνετε μετά από τις παρουσιάσεις και τις διαλέξεις σας;
Οι αντιδράσεις του κοινού μετά από τις παρουσιάσεις και τις διαλέξεις μου είναι για μένα η μεγαλύτερη ανταμοιβή, αλλά και η βαθύτερη έμπνευση.. Συγκινούμαι όταν βλέπω ανθρώπους, που δεν γνωρίζω ή γνωρίζω ελάχιστα, να με πλησιάζουν με δάκρυα στα μάτια, με χαμόγελο ή με σιωπή — γιατί άγγιξα κάποια ευαίσθητη χορδή μέσα τους. Στις συναντήσεις αυτές δεν αισθάνομαι ποτέ «ομιλήτρια»· αισθάνομαι συνοδοιπόρος. Ο διάλογος που γεννιέται με το κοινό δεν είναι μονόλογος γνώσης, αλλά διάλογος ψυχών. Κάθε βλέμμα, κάθε ερώτηση, κάθε σιωπηλό νεύμα, μου θυμίζει γιατί γράφω και γιατί επιμένω να πιστεύω στον άνθρωπο. Πολλοί άνθρωποι μου λένε ότι έφυγαν «ελαφρύτεροι», άλλοι ότι ένιωσαν να ξυπνά μέσα τους κάτι που είχαν ξεχάσει· και αυτό είναι για μένα το πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Δεν επιδιώκω να πείσω· επιδιώκω να αγγίξω. Αν έστω και ένας άνθρωπος φύγει από μια διάλεξη με μια νέα σκέψη, με μια σπίθα ανακούφισης ή με ένα εσωτερικό ερώτημα, τότε αισθάνομαι ότι ο λόγος μου έχει δικαιωθεί. Κάθε παρουσίαση είναι για μένα μια τελετουργία επικοινωνίας, όπου οι λέξεις και οι ιδέες μετατρέπονται σε κοινή εμπειρία και η σκέψη παίρνει σάρκα μέσα από τη συγκίνηση. Γιατί τελικά, ο λόγος αποκτά αξία μόνο όταν βρίσκει ανταπόκριση στην καρδιά του άλλου.
22. Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο συγγραφέα που θέλει να ασχοληθεί με κοινωνικά και πολιτικά θέματα μέσα από τα βιβλία του;
Θα του έλεγα πρώτα να γνωρίσει βαθιά τον εαυτό του. Γιατί όποιος θέλει να γράψει για την κοινωνία και τον κόσμο, πρέπει πρώτα να έχει αναμετρηθεί με τον εσωτερικό του κόσμο. Η συγγραφή δεν είναι βήμα αυτοπροβολής· είναι τόπος ευθύνης. Κάθε λέξη που απευθύνουμε στους άλλους οφείλει να κουβαλά γνώση, αλήθεια και ήθος. Η πραγματική δύναμη ενός βιβλίου δεν βρίσκεται μόνο στις ιδέες του, αλλά και στην αλήθεια με την οποία ειπώθηκαν. Ο κοινωνικός συγγραφέας οφείλει να παρατηρεί, να αφουγκράζεται τον άνθρωπο και την εποχή του, να μετατρέπει την οργή σε δημιουργία, να γίνεται γέφυρα συνειδήσεων. Ο λόγος του πρέπει να θεραπεύει, όχι να πληγώνει· να δίνει λύσεις, όχι να καταστρέφει. Θα του έλεγα επίσης να διαβάζει τα πάντα, να πειραματίζεται με τη σκέψη του, να αφήνει χώρο στην ευαισθησία, στη φαντασία, στο διαφορετικό. Τέλος, θα του έλεγα να μη φοβάται τη μοναξιά. Η συγγραφή είναι από τη φύση της ένας μοναχικός δρόμος, αλλά και ο πιο ειλικρινής τρόπος να συναντήσεις τους άλλους. Αν καταφέρει μέσα από το έργο του να κάνει τον αναγνώστη να σκεφτεί, να νιώσει, να αναρωτηθεί, τότε έχει ήδη συμβάλει στην αλλαγή του κόσμου. Γιατί η κοινωνία δεν αλλάζει μόνο με πολιτικές αποφάσεις· αλλάζει όταν αλλάζει η ατομική μας συνείδηση. Και αυτό είναι το ύψιστο έργο κάθε συγγραφέα: να παρέχει τα εργαλεία για να δουλέψει ο άνθρωπος πάνω στη συνείδησή του, να καλλιεργήσει το έδαφος για έναν καλύτερο, πιο φωτεινό κόσμο.
23. Ποιο είναι το κεντρικό μήνυμα του τελευταίου σας βιβλίου «Πόσο κακό μας κάνει ο ανταγωνισμός;» και πώς θεωρείτε ότι ο ανταγωνισμός, παρά τα θετικά που του αποδίδονται, επιβαρύνει τόσο τον άνθρωπο όσο και την κοινωνία και το περιβάλλον;
Το Πόσο κακό μας κάνει ο ανταγωνισμός; είναι ένα βιβλίο ενδοσκόπησης και αποκάλυψης. Γράφτηκε για να εξηγήσει και να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο ο ανταγωνισμός έχει διεισδύσει ανεπαίσθητα σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης ζωής, αλλοιώνοντας την ουσία της. Ο ανταγωνισμός προβάλλεται ως κινητήριος δύναμη της προόδου, όμως στην πραγματικότητα διαβρώνει τη συνείδηση, υπονομεύει τη συνεργασία, απομονώνει το άτομο και το αποκόπτει από το συλλογικό νόημα της ύπαρξης του. Δεν είναι απλώς κοινωνικό φαινόμενο — είναι πνευματική αλλοίωση. Καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι η αξία του ανθρώπου αποδεικνύεται μέσα από τη σύγκριση, ότι η νίκη είναι αυτοσκοπός και όχι μέσο εξέλιξης. Κι έτσι, ο άνθρωπος χάνει το μέτρο, παύει να δημιουργεί από αγάπη ή προσφορά, και αρχίζει να δημιουργεί από φόβο μήπως υστερήσει. Ο ανταγωνισμός δεν είναι μόνο οικονομικός· είναι ψυχικός, υπαρξιακός, περιβαλλοντικός. Διαμορφώνει μια κουλτούρα που εξαντλεί τα φυσικά αποθέματα και ταυτόχρονα εξαντλεί και τον ίδιο τον άνθρωπο. Είναι η νοοτροπία του «περισσότερου» σε έναν κόσμο που χρειάζεται λιγότερη απληστία και περισσότερη ενσυναίσθηση. Το βιβλίο επιχειρεί να δείξει πως, αν θέλουμε να μιλάμε για αληθινή πρόοδο, πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τις έννοιες της επιτυχίας, της αξίας και της ανάπτυξης. Η εξέλιξη δεν μπορεί να μετριέται με την υπεροχή, αλλά με τη προσφορά στο κοινωνικό σύνολο και το περιβάλλον. Η αληθινή αριστεία δεν είναι η επικράτηση επί του άλλου, αλλά η ικανότητα να προοδεύεις μαζί με τον άλλον. Γι’ αυτό και το βιβλίο είναι ουσιαστικά μια πνευματική πρόταση: να αντικαταστήσουμε τον ανταγωνισμό με τη συλλογικότητα, τη σύγκριση με τη συμπληρωματικότητα, την επιβολή με τη συμμετοχή και τη συνεργασία. Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να χτίσουμε έναν κόσμο όπου η πρόοδος δεν θα στηρίζεται στην ήττα του ενός έναντι του άλλου, αλλά στην αμοιβαία ανάταση. Ο άνθρωπος δεν είναι προορισμένος να κυριαρχεί· είναι προορισμένος να συνυπάρχει, να δημιουργεί και να εξελίσσεται μαζί με τους άλλους. Και αυτό είναι, τελικά, το μήνυμα του βιβλίου: ότι η υπέρβαση του ανταγωνισμού είναι η αφετηρία της αληθινής ανθρωπιάς — το πρώτο βήμα προς έναν πολιτισμό που θα υπηρετεί τη ζωή αντί να
την εξαντλεί.

Η συζήτησή μας με την Παναγιώτα Μπλέτα ολοκληρώνεται με μια αίσθηση βαθιάς συνείδησης και έμπνευσης. Μέσα από τα λόγια της, διακρίνεται η αφοσίωση μιας γυναίκας που δεν σταματά να αγωνίζεται για την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και την πρόοδο της κοινωνίας. Με ένα πλούσιο έργο που συνδυάζει τη λογοτεχνία, την πολιτική και τον ακτιβισμό, η Παναγιώτα μας υπενθυμίζει πως ο δρόμος της αλλαγής περνάει μέσα από τη γνώση, την κριτική σκέψη και την αλληλεγγύη. Το ταξίδι της συνεχίζεται, καλώντας μας όλους να αναστοχαστούμε και να δράσουμε για έναν καλύτερο κόσμο.
Κυρία Παναγιώτα σας ευχαριστώ πάρα πολύ και σας εύχομαι πάντα επιτυχίες