You are currently viewing Συνέντευξη με τον Εικαστικό-Λογοτέχνη Κώστα Ευαγγελάτο στο Cinemusic.gr

Συνέντευξη με τον Εικαστικό-Λογοτέχνη Κώστα Ευαγγελάτο στο Cinemusic.gr

Κοινοποίησε

Στον κόσμο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης και λογοτεχνίας, λίγες προσωπικότητες έχουν καταφέρει να συνδυάσουν με τόσο αρμονικό τρόπο τη δυναμική της εικαστικής δημιουργίας με την εκφραστική δύναμη του λόγου όσο ο Κώστας Ευαγγελάτος. Με μια πορεία που εκτείνεται σε δεκαετίες, σε εκθέσεις εντός και εκτός Ελλάδας, αλλά και σε μια αξιοσημείωτη λογοτεχνική παρουσία, ο Κώστας Ευαγγελάτος αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή που γεφυρώνει κόσμο και τεχνικές, ιδέες και αισθητικές. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μοιράζεται σκέψεις, εμπειρίες και όψεις της προσωπικής του διαδρομής, φωτίζοντας τη φιλοσοφία και τα βιώματα που καθόρισαν το έργο του.

Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο

Κύριε Κώστα σας καλοσωρίζω στο Cinemusic.gr και σας ευχαριστώ για την αποδοχή για αυτή την όμορφη κουβέντα που θα έχουμε

1. Γεννηθήκατε στο Αργοστόλι και έχετε καταγωγή από τον Αγκώνα Κεφαλονιάς. Πώς επηρέασε το νησί την αισθητική και τον εικαστικό σας χαρακτήρα;

Είναι αλήθεια ότι το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα και είχα τα πρώτα εναύσματα για να γίνω καλλιτέχνης, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία μου. Αφενός η επτανησιακή παράδοση και ειδικά της Κεφαλονιάς, που ήταν στο επίκεντρο ενός διαφωτιστικού περιβάλλοντος όσον αφορά τη λογοτεχνία, τις καλές τέχνες και τη φιλοσοφία. Κι έτσι από μικρός, διαβάζοντας πάρα πολύ—βέβαια από μόνος μου—φρόντισα να μελετήσω και να κατανοήσω αρχικά το περιβάλλον μου και έπειτα, ερευνητικά, να βρω αυτό που μου ταιριάζει.


2. Σπουδάσατε νομικά, αλλά στραφήκατε στην τέχνη. Πότε καταλάβατε ότι ο προορισμός σας ήταν η εικαστική δημιουργία;

Αντιλήφθηκα—και το περιβάλλον βασικά με ώθησε σε αυτό, γιατί το είχε καταλάβει από πολύ νωρίς—ότι είχα τη δυνατότητα της ζωγραφικής ικανότητας, ενός ταλέντου εν πάση περιπτώσει που ξεπερνούσε τα δεδομένα του απλού ταλέντου. Έτσι από μικρός ξεκίνησα να ζωγραφίζω εκ του φυσικού αρχικά, μετά πήρα κάποια μαθήματα από ντόπιους καλλιτέχνες που επίσης ήθελαν να με βοηθήσουν στην πορεία μου, και πραγματοποίησα την πρώτη μου έκθεση ζωγραφικής σε ηλικία 16 χρόνων.

Άρα πολύ πριν πάω στη Νομική—η οποία ήταν για μένα μια διέξοδος για να ικανοποιήσω τους δικούς μου και τις απαιτήσεις που είχαν από μένα—είχα συνειδητοποιήσει ότι το μέλλον μου ήταν στον καλλιτεχνικό χώρο, με επίκεντρο τη ζωγραφική και προεκτάσεις σε όλες τις μορφές του εικαστικού πεδίου.

Η Νομική ήταν για μένα μια πολύ χρήσιμη εμπειρία. Η υποχρεωτική μελέτη, παρότι ήξερα εκ των προτέρων ότι δεν θα ασχοληθώ με το αντικείμενο, με ώθησε να διαμορφώσω έναν χαρακτήρα πιο απαιτητικό όσον αφορά τη σαφήνεια, τη λεπτομέρεια, την ακριβολογία, αλλά και τη συνείδηση για ό,τι ήθελα να κάνω και στον καλλιτεχνικό χώρο.

Και όταν τελείωσα τη Νομική, είχα ήδη πάρει—με βάση μια έκθεσή μου που είχε γίνει στην Ελληνοαμερικανική Ένωση—υποτροφία από έναν σημαντικό αμερικανικό εκδοτικό οίκο. Έτσι, τελειώνοντας τη στρατιωτική μου θητεία, πήγα με υποτροφία στο Μανχάταν για να σπουδάσω ζωγραφική και ιστορία της τέχνης, σπουδές που τελικά ολοκληρώθηκαν στην αισθητική της τέχνης.


3. Ποια ήταν η εμπειρία να σπουδάζετε ζωγραφική και αισθητική στο Μανχάταν; Πώς σας άλλαξε η Νέα Υόρκη;

Η αλήθεια είναι ότι πριν πάω στο Μανχάταν για τις σπουδές μου είχα ήδη μείνει κάποιους μήνες στο Παρίσι. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, διότι κατά κάποιο τρόπο υπερείχα των συμφοιτητών μου στο πανεπιστήμιο: είχα ήδη δει και γνωρίσει τόσα πολλά για τη σύγχρονη τέχνη, τα οποία εκείνοι άκουγαν συχνά για πρώτη φορά. Οι καθηγητές μου το αναγνώρισαν και μου έδωσαν τη δυνατότητα να δίνω διαλέξεις και να συμμετέχω πιο ενεργά στα της διδασκαλίας.

Το εκπαιδευτικό σύστημα τότε, πολύ διαφορετικό από το ελληνικό, βασιζόταν στη βιωματική εμπειρία του φοιτητή. Το να κάνω μαθήματα μέσα στα μεγάλα μουσεία, μπροστά στα περίφημα έργα τέχνης που άλλοι τα έβλεπαν μόνο από βιβλία—ή ούτε καν, και αν τα έβλεπαν, σε ασπρόμαυρη εκδοχή—ήταν για μένα κάτι πολύ σημαντικό και ανεπανάληπτο.

Με βοήθησε επίσης η μόρφωση που έλαβα από τα γεγονότα που παρακολουθούσα στο Μανχάταν: όχι μόνο εκθέσεις ζωγραφικής και επισκέψεις σε μουσεία, αλλά συναυλίες, όπερα, θέατρο, Broadway, off-Broadway, όλες οι εκδοχές καλλιτεχνικής έκφρασης και κοινωνικής ζωής.

Μάλιστα, το είχα γράψει τότε: όποιος τη δεκαετία του ’80 και ’90 ήθελε πραγματικά να δει κοινωνιολογικά τον κόσμο, έπρεπε να περάσει από το Μανχάταν, για να δει τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες που ήταν οφθαλμοφανείς. Η διαφορά από block σε block ήταν τεράστια από κάθε πλευρά. Αυτό σε έκανε να καταλάβεις την πραγματικότητα του κόσμου, η οποία δεν ήταν και τόσο αισιόδοξη.


4. Το έργο σας απλώνεται από body art και performance έως ζωγραφική και mail art. Υπάρχει κάποια τεχνική που αισθάνεστε πιο «δική» σας;

Η έκφραση μέσω της ζωγραφικής, αλλά και όλων των εικαστικών μορφών με τις οποίες ασχολήθηκα—χαρακτική, φωτογραφία, γλυπτική κατασκευή, επιζωγράφηση αντικειμένων και γενικά συνθέσεις στον χώρο (περιβάλλοντα)—είναι για μένα ενιαία. Από μικρή ηλικία προσπάθησα, όσο είναι εφικτό για τον καθένα που ασχολείται με την τέχνη, να κατέχω τα μέσα μου.

Η συνεχής δουλειά, ειδικά στη ζωγραφική και στο σχέδιο, που είναι η βάση της έκφρασης, με οδήγησε στο να έχω την ευχέρεια να ασχοληθώ με όλους αυτούς τους τομείς χωρίς να υστερώ τεχνικά.

Πάντα έλεγα ότι η κύρια ιδιότητά μου είναι αυτή του ζωγράφου, αλλά σήμερα όλα—με μια νέα θεώρηση—εντάσσονται σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ζωγραφική, με την έννοια ότι είναι η ζωή και η καταγραφή της.


5. Έχετε εκθέσει σε πόλεις από το Παρίσι και τη Γλασκώβη έως την Αβινιόν και τη Νέα Υόρκη. Υπάρχει κάποια έκθεση που αισθάνεστε ως «καθοριστική»;

Στην πορεία μου, επειδή ασχολούμαι πολλά χρόνια με εκθεσιακά γεγονότα στην Ευρώπη και την Αμερική, υπήρξαν αρκετές εκθέσεις που ήταν σταθμοί για την εξέλιξή μου και την παρουσία μου.

Θα έλεγα όμως ότι η πιο σημαντική για μένα ήταν η αναδρομική έκθεση στο Παρίσι το 2017. Σε αυτή την έκθεση είχα τη δυνατότητα να παρουσιάσω δείγματα από μεγάλη φάση των αισθητικών μου ερευνών, με τεράστια απήχηση και πολύ καλές κριτικές.

Αισθάνθηκα ότι άξιζε όλη αυτή η δύσκολη πορεία μου ως καλλιτέχνης, με τις αγωνίες, τα άγχη, τις ψυχολογικές και σωματικές δυνάμεις που απαιτούνται για να αντέξεις, να επιβιώσεις και να επιβληθείς σε αυτό που θεωρείς δικό σου πεδίο.

Ήταν ανεπανάληπτο: είχαν συγκεντρωθεί γύρω στα 88 έργα—κάτι που με τις σημερινές συνθήκες θα ήταν ουτοπία.


6. Τι σας ώθησε να ιδρύσετε το ART STUDIO EST το 1990;

Είχα ήδη επιστρέψει από τη Νέα Υόρκη το 1986 και είχα αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της Gallery Dada, μιας από τις σημαντικότερες της Αθήνας τότε. Αυτό με έφερε σε επικοινωνία με καλλιτέχνες καταξιωμένους, ανερχόμενους αλλά και πολύ νέους.

Στο Μανχάταν είχα γνωρίσει πολλές ομάδες καλλιτεχνών που, μέσα από συνεργασίες, είχαν έντονη δράση και έδιναν νέο πνεύμα στα δρώμενα. Σκέφτηκα λοιπόν: γιατί να μη γίνει κάτι ανάλογο εδώ; Το προσάρμοσα στα ελληνικά δεδομένα. Υπήρχαν ήδη κάποιες ομάδες παλαιότερων δεκαετιών, που όμως είχαν κρατήσει λίγο, αν και είχαν παράγει σημαντικό έργο.

Με κάποιους βασικούς συνεργάτες—καλλιτέχνες κάθε ηλικίας και επιπέδου πορείας—δημιουργήσαμε μια ομάδα που είχε κάτι πρωτοφανές για την εποχή: ισότιμη συμμετοχή όλων. Εικαστικών, θεωρητικών, ιστορικών τέχνης, ακόμη και μοντέλων.

Το 1990 τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά όσον αφορά τις εκθέσεις και τα είδη τέχνης που είχαν πιθανότητα να παρουσιαστούν σε γκαλερί ή μουσεία. Ελάχιστες γκαλερί έκαναν εκθέσεις φωτογραφίας. Υπήρχε επιφύλαξη για νέες μορφές—βίντεο, performance—που συχνά ήταν ακατανόητες στο ευρύ κοινό.

Η ισότιμη συμμετοχή όλων ήταν μια ριζοσπαστική κίνηση, που δικαιώθηκε από το κοινό, το οποίο έδινε το παρόν με ενθουσιασμό.

Παρά τις μεταλλάξεις του, το ART STUDIO EST ανέδειξε καλλιτέχνες που στη συνέχεια έκαναν σημαντικές καριέρες. Με το ίδιο το EST κάναμε σπουδαίες εκθέσεις στην Αθήνα και στο εξωτερικό, με δικές μας δυνάμεις, εκδόσεις και διοργανώσεις που υλοποιήθηκαν με επιμονή—και αυτή είναι μια μεγάλη ικανοποίηση που παραμένει έως σήμερα.


7. Στο διάστημα 1986–1995 υπήρξατε καλλιτεχνικός διευθυντής στη Gallery DADA. Τι εποχή ήταν εκείνη για την αθηναϊκή καλλιτεχνική σκηνή;

Την εποχή εκείνη υπήρχε ήδη ένα φιλότεχνο κοινό αλλά και ένα κοσμικό κοινό. Η επίσκεψη σε γκαλερί από την αστική ή μεγαλοαστική τάξη—που επιθυμούσε να εξευγενιστεί κατά τα δυτικά πρότυπα—ήταν σχεδόν απαραίτητη.

Αυτό είχε τα θετικά του. Οι καλλιτέχνες χαιρόντουσαν βλέποντας κόσμο στον χώρο των εκθέσεών τους: είτε τους θαύμαζαν, είτε κατανοούσαν τα έργα, είτε απλώς ήθελαν να παρουσιαστούν. Εμείς οι καλλιτέχνες έχουμε μια ανοιχτή αντίληψη για το κοινό.

Αν κάποιοι καλλιτέχνες—«estet»—απορρίπτουν όσα ανέφερα, είναι προσωπικό τους θέμα. Συνήθως αυτοί δεν έχουν την κοινωνική διάσταση της τέχνης. Για μένα, η τέχνη είναι αγαθό που πρέπει να μεταδίδεται· δικαίωμα για όλους, και σε αυτό έχει ευθύνη ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Δεν γίνεται ερήμην του. Πρέπει να πρωταγωνιστεί για να γίνει η τέχνη κτήμα των άλλων.


8. Γράφετε ποίηση από το 1973. Πώς συνδέεται η ποιητική με την εικαστική σας γλώσσα;

Συχνά με ρωτούν αυτό το ερώτημα. Ουσιαστικά ξεκίνησα ταυτόχρονα τη δημόσια εικαστική και ποιητική μου έκφραση. Η ζωγραφική ήταν αναμφισβήτητα το εμφανές ταλέντο μου.

Την ποίηση την αγάπησα από πολύ νωρίς. Η εντατική μελέτη και η αγάπη μου για τη γλώσσα—το βασικό εργαλείο της ποίησης—ήταν το εφαλτήριο για να εκφράσω ποιητικά όσα ήθελα να προσθέσω σε αυτά που έλεγα με τη ζωγραφική μου.

Δεν ήμουν ένας ζωγράφος που γράφει ποιήματα, ούτε ένας ποιητής που ζωγραφίζει. Από την αρχή, ασυνείδητα στην αρχή και συνειδητά αργότερα, οι δύο μορφές έκφρασης ήταν ανεξάρτητες.

Όταν γράφω, είμαι ποιητής. Όταν ζωγραφίζω, είμαι ζωγράφος. Φυσικά, ένας δημιουργός που δουλεύει σε όλο αυτό το φάσμα εμπνέεται από τη μία πλευρά και παίρνει στοιχεία για την άλλη, αλλά αυτό δεν γίνεται με τρόπο που να αλλοιώνει το κάθε είδος.


9. Έχετε εκδώσει πολλές συλλογές. Υπάρχει κάποιο έργο που αισθάνεστε πιο κοντά στην ουσία σας;

Ναι. Υπάρχει ένα ποίημα που είχε εκδοθεί ως έκδοση τέχνης το 1980, δεκαετίες πριν. Ήταν η αγαθή συγκυρία της εξέλιξής μου. Σπάνια ένας καλλιτέχνης ή λογοτέχνης έχει ένα ποίημα—σε 7 μέρη, ενός τριπτύχου—που να φέρει τέτοια αποτελέσματα μετά την έκδοσή του.

Το ποίημα, με τίτλο «Το Δωμάτιο», ήταν πολύ τολμηρό• απόσταγμα της νεανικότητάς μου και των τότε δράσεών μου. Γράφτηκε με ειλικρίνεια, αυθορμητισμό και απρόσκοπτη τόλμη. Κάποιοι το θεώρησαν λίβελο· άλλοι—σημαντικοί άνθρωποι της πνευματικής ζωής της Αθήνας—το θεώρησαν εξαιρετικό, μέχρι και αριστούργημα.

Ο Κίμων Φράιερ, διάσημος μεταφραστής και ελληνιστής, το μετέφρασε το 1981 στα αγγλικά. Έκανε καριέρα σε πολλές χώρες και με έφερε σε επαφή με τον εκδοτικό οίκο που μου έδωσε την υποτροφία για το Μανχάταν.

Χάρη στην έκδοση του ποιήματος βρέθηκα να σπουδάζω τέχνη και θεωρία τέχνης στο Μανχάταν, αλλά και να παρακολουθώ μαθήματα δημιουργικής γραφής στο State University of New York, με γνωστούς λογοτέχνες.

Αυτό μου έδωσε τεράστιες δυνατότητες. Η διαδικασία της γραφής μου δεν είναι ποτέ αυτόματη: κάθε ποίημα περνά από άπειρες αναγνώσεις και διορθώσεις. Ο ρυθμός, ο ήχος, το σημείο στίξης—όλα μελετώνται.

Όπως και στη ζωγραφική, αλλά στην ποίηση ακόμη πιο απαιτητικά.


10. Ποιο καλλιτεχνικό όνειρο δεν έχετε πραγματοποιήσει ακόμη;

Ουσιαστικά δεν είχα καλλιτεχνικά «όνειρα». Με ενδιέφερε η πραγματικότητα: αυτό που μπορούσα να υλοποιήσω με επιμονή και θέληση. Δεν έκανα παράλογες σκέψεις για πράγματα ανέφικτα.

Η αγωγή μου—παρότι οι δικοί μου αρχικά εναντιώθηκαν στην καλλιτεχνική μου πορεία, κάτι φυσικό για την εποχή—με έκανε ρεαλιστή. Είχα ικανότητες και σε άλλα πεδία, ήμουν άριστος στο σχολείο, και θεωρούσαν υποτιμητικό να μη διεκδικήσω μια «αστική» θέση. Τα κατανόησα αργότερα και τα εκτίμησα.

Όμως από μικρός ήθελα να κάνω αυτό που θέλω, χωρίς να ξεχνώ από πού ξεκίνησα. Δεν μπορούσα να ονειρευτώ θέσεις και ευκαιρίες που άλλοι είχαν εκ των οικογενειών τους. Ήμουν ρεαλιστής—και αυτό με δικαίωσε.

Όσο για το αν το έργο μου θα μείνει ή θα αναγνωριστεί, αυτά δεν με απασχολούν. Εγώ ήμουν και είμαι χαρούμενος την ώρα που δημιουργώ, γράφω, εκφράζω τον εαυτό μου όπως θέλω.


11. Αν κοιτάξετε πίσω στη διαδρομή σας, ποιο είναι το πιο σημαντικό μάθημα που πήρατε;

Το σημαντικότερο μάθημα—σε συνάρτηση με όσα είπα πριν—είναι ότι οι άνθρωποι που έχουν πραγματική αξία είναι ουσιαστικά ταπεινοί. Έχουν επίγνωση ότι το έργο τους έχει αξία και δεν υπάρχει λόγος να κομπάζουν ή να υπερβάλλουν.

Αυτό το έχω πάντα στο νου μου. Με έχει δικαιώσει μέχρι σήμερα, γιατί αισθάνομαι καλά με τους άλλους. Δεν ξέρω αν όλοι αισθάνονται καλά μαζί μου—έχω δει πολλά στην πορεία μου—αλλά δεν το κρίνω.

Εγώ αισθάνομαι καλά.

Η συζήτηση με τον Κώστα Ευαγγελάτο αφήνει την αίσθηση ενός δημιουργού που δεν επαναπαύεται, αλλά συνεχίζει να εξερευνά, να πειραματίζεται και να εκφράζεται με πάθος. Με σταθερό σημείο αναφοράς την προσήλωση στην τέχνη και τον άνθρωπο, το έργο του λειτουργεί ως μια συνεχής πρόσκληση: να κοιτάξουμε βαθύτερα, να στοχαστούμε, να αισθανθούμε. Κλείνοντας αυτή τη συνέντευξη, γίνεται φανερό ότι ο Κώστας Ευαγγελάτος δεν δημιουργεί απλώς έργα· δημιουργεί κόσμους — και μας καλεί να περιηγηθούμε σε αυτούς με ανοιχτό νου και καρδιά.


Κοινοποίησε