Dressed to kill (1980): Στην αρχή της καριέρας του ο Brian De Palma πολλές φορές κατηγορήθηκε τόσο για μισογυνισμό, όσο και για απροκάλυπτη αντιγραφή του Alfred Hitchcock. Τούτη ‘δω η ταινία του, αποτελεί το αγαπημένο παράδειγμα των κατακριτών του.
Σ’ αυτό όμως το εξαιρετικό νουάρ, ο De Palma ουσιαστικά καταγράφει τη δική του, πιο σύγχρονη εκδοχή του Ψυχώ, αποτειώντας φόρο τιμής στον δημιουργό που τον ενέπνευσε, μα καταθέτοντας παράλληλα εντελώς προσωπικές και απόλυτα φρέσκες, αυθεντικές, αριστουργηματικές σκηνοθετικές πινελιές.
Σ’ ένα σενάριο με πολλές ανατροπές, αλλά και άκρες που αφήνονται κρεμάμενες, ο De Palma ξεκινά από την ιστορία της Kate, μιας θελκτικής γυναίκας (πολύ γοητευτική η Angie Dickinson), που χαμένη στη δίνη της κρίσης της μέσης ηλικίας, ζητά από τον ψυχίατρό της (ο πολύ καλός Michael Caine) βοήθεια για να νιώσει ξανά σίγουρη για τον εαυτό της. Ο ψυχίατρος φυσικά, παρ’ ότι παραδέχεται την σαρκική έλξη που νιώθει για τη γυναίκα αυτή, αρνείται να προσφέρει κάτι παραπάνω από ψυχολογική υποστήριξη.
Η πολύ γοητευτική Angie Dickinson, ένα από τα πιο επιτυχημένα ρομαντικά κυνηγητά γάτας – ποντικιού, βουτηγμένο στη σιωπή, και τα πρώτα μέτρα του πιο διάσημου μουσικού score ταινίας ever, είναι τα στοιχεία που δύσκολα ξεχνάς.
Έτσι η Kate αναγκάζεται να ψάξει για αυτοεπιβεβαίωση στα χέρια ενός ξένου άνδρα, ενός τυχαίου που ελπίζει ότι θα συναντήσει σε ένα μουσείο τέχνης. Η σκηνοθετική μαεστρία του De Palma ξετυλίγεται σε μια σκηνή όπου την πλήρη απουσία διαλόγου υπερκαλύπτουν τα εκπληκτικά πλάνα του σκηνοθέτη, η μοναδική κίνηση της κάμερας και η μαγευτική μουσική επένδυση. Ένα από τα πιο αποτελεσματικά ρομαντικά παιχνίδια γάτας-ποντικιού. Προσέξτε σε αυτή τη σκηνή, από πού αντιγράφηκαν τα πρώτα μέτρα του ίσως πιο διάσημου μουσικού score ever, αυτού του Τελευταίου των Μοϊκανών (του Michael Mann).
Μαθήματα σκηνοθεσίας σε ένα νουάρ με ανατροπές, που μπορεί να βρίσκεται στο μεταίχμιο της ανισότητας μεταξύ πρώτου και δεύτερου μέρους, αλλά ο De Palma κρατά τις ισορροπίες χάρη στα εκπληκτικά πλάνα και τους ενδιαφέροντες χαρακτήρες.
Το πρώτο μισό της ταινίας που αναλώνεται στις κινήσεις της Kate, χάρη στη δεξιοτεχνία του De Palma περνά σα νεράκι. Καταφέρνει ακόμη να μας κάνει να ξεχάσουμε τη σκληρή εναρκτήρια σεκάνς, homage στο δικό του Carrie, όπου τα αισθησιακά πλάνα της Kate στο ντους, καταλήγουν σε παρά φύσιν βιασμό και φόνο. Όχι για πολύ όμως. Τα ηνία του δεύτερου μισού χειρίζεται με καθάρια Χιτσκοκική τεχνική, διαποτισμένη από προσωπική μανία. Την ερωτική ανακούφιση της Kate διαδέχεται αλύπητο gore στο ασανσέρ του φόνου, που επαναφέρει τις πρώτες εικόνες τρόμου.
Ακριβώς όπως το Ψυχώ, έτσι και η Προετοιμασία για φόνο στηρίζεται στην απότομη αλλαγή των κεντρικών χαρακτήρων και την ξαφνική μετατόπιση της ταύτισης του κοινού από τον έναν χαρακτήρα στον άλλον. Ο De Palma πετυχαίνει την ταύτισή μας με τον χαρακτήρα της Kate, και τη διακόπτει αμέσως με έναν αποτρόπαιο φόνο για να τη μεταθέσει στη Liz (Nancy Allen), μια πόρνη πολυτελείας, που μέσα από μια σκηνή-αναφορά στο Sisters (ξανά ταινία του ιδίου), χρίζεται η νέα πρωταγωνίστρια της ταινίας. Μοναδική μάρτυρας και συγχρόνως ύποπτη για το φόνο, αναγκάζεται να κάνει τη δουλειά του στερεοτυπικού Νεοϋορκέζου μπάτσου Marino (Dennis Franz), και με τη βοήθεια του γιου της Kate, Peter (Keith Gordon) προσπαθεί να αποδείξει ότι ένοχος είναι μια τραβεστί ονόματι Bobi, που πιθανότατα κουράρεται από τον ψυχίατρο της Kate.
Η ταινία αλλάζει εντελώς ρυθμούς, το σασπένς γίνεται έντονο και ο De Palma βουτάει στο νουάρ. Γκριζάρει την ατμόσφαιρα, και φέρνει τη βροχή λίγο πριν το –φαινομενικό τουλάχιστον- φινάλε, για να επιστρέψει στην αρχή της ταινίας του με την τελευταία σεκάνς. Μια παραλλαγή της κλασικής σκηνής στο ντους.
Όσο Χιτσκοκικό είναι το δεύτερο μισό, τόσο αυθεντικό είναι το πρώτο. Σαν σύνολο, η ταινία μπορεί να βρίσκεται στο μεταίχμιο της ανισότητας, αλλά ο De Palma καταφέρνει και την κρατά σε ισορροπία χρησιμοποιώντας σαν συνεκτικό στοιχείο τα εξαιρετικά καδραρίσματα, το διάχυτο σασπένς και τους καλογραμμένους χαρακτήρες.